Έλεγχος Απόκρισης

Σε αυτόν τον τύπο συνδυασμού φόρτισης/επίλυσης, δεν ελέγχεται το διάνυσμα φόρτισης, όπως στην περίπτωση ελέγχου φόρτισης, αλλά η απόκριση ενός συγκεκριμένου κόμβου της κατασκευής. Εξ’ ου, όταν ορίζεται μια φάση ελέγχου μετακινήσεων, ο χρήστης πρέπει να ορίσει τον κόμβο και τον αντίστοιχο βαθμό ελευθερίας που θα ελεγθεί από τον αλγόριθμο, μαζί με την στοχευόμενη μετακίνηση στην οποία η ανάλυση τερματίζεται. Επιπλέον, πρέπει να προσδιοριστεί ο αριθμός των σταδίων, στα οποία η στοχευόμενη μετακίνηση θα υποδιαιρεθεί.

Γι’ αυτό ο συντελεστής φορτίου λ, δεν ελέγχεται αυτόματα από τον χρήστη, αλλά υπολογίζεται αυτόματα από το πρόγραμμα ώστε το επιβαλλόμενο διάνυσμα φόρτισης σε μία συγκεκριμένη αύξηση i αντιστοιχεί στην επίτευξη της στοχευόμενης μετακίνησης στον κόμβο ελέγχου σε αυτήν την αύξηση. Όταν η λύση ενός συγκεκριμένου βήματος αποτυγχάνει να συγκλίνει, το αρχικό βήμα μετακίνησης μειώνεται μέχρι να επιτευχθεί σύγκλιση, ενώ μετά από αυτήν προσπαθεί να επιστρέψει στην αρχική του τιμή (ανατρέξτε στην αυτόματη προσαρμογή βήματος για περισσότερες λεπτομέρειες). Η φάση ολοκληρώνεται μόλις επιτυγχάνεται η στοχευόμενη μετακίνηση ή όταν συμβαίνει δομική ή αριθμητική κατάρρευση.

Με αυτήν τη στρατηγική φόρτισης, είναι δυνατόν (i) να ‘πιάσετε’ μη κανονικότητες στην απόκριση (π.χ. μαλακός όροφος), (ii) να ‘πιάσετε’ την μετά την κορυφή συμπεριφορά ‘πλαστικοποίησης’ της απόκρισης και (iii) να εκτιμήσετε μια άρτια κατανομή σημείων στην καμπύλη δύναμης-μετακίνησης. Γι’ αυτούς τους λόγους, αυτός ο τύπος φάσης φόρτισης/λύσης συνήθως αποτελεί την καλύτερη επιλογή για την εκτέλεση μη-προσαρμοζόμενης ανάλυσης pushover.

Σημειώσεις

  1. Ο έλεγχος μετακινήσεων μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με αυξητικά φορτία μετακίνησης.
  2. Ο έλεγχος μετακινήσεων δεν επιτρέπει την προσομοίωση snap-back και snap-through τύπων απόκρισης [e.g. Crisfield, 1991], που παρατηρείται στις κατασκευές που υπόκεινται σε επίπεδα μετακινήσεων αρκετά μεγάλα ώστε να προκαλέσουν αλλαγή στο μηχανισμό παραμόρφωσης και απόκρισης τους. Για τέτοιες ιδιαίτερες περιπτώσεις, απαιτείται η χρήση του Έλεγχος Αυτόματης Απόκρισης.
  3. Το πρόγραμμα θα προσαρμόσει αυτόματα την τιμή της πρώτης αύξησης έτσι ώστε η τελευταία τιμή να προστεθεί στα φορτία βαρύτητας προκαλώντας μετακινήσεις ίσες με την αρχική προβλεπόμενη τιμή της στοχευόμενης μετακίνησης στο τέλος της πρώτης προσαύξησης. Με άλλα λόγια, αν το επιθυμούσε ο χρήστης, για παράδειγμα, να επιβάλλει μια μετακίνηση ανώτερου ορόφου 200mm σε 100 στάδια, και αν τα φορτία βαρύτητας θα προκαλούσαν μια οριζόντια μετακίνηση 0.04mm, τότε οι προσαυξήσεις των σταδίων θα ήταν 1.96, 2.0, 2.0, ..., 2.0. Όμως, αυτή η προσαρμογή θα συμβεί μόνο αν σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου τα φορτία βαρύτητας-επιβαλλόμενη μετακίνηση είναι μικρότερη από την θεωρούμενη πρώτη οριζόντια προσαύξηση φορτίου. Εάν αυτή είναι η συνθήκη που επιβάλλεται (π.χ. disp_gravt=2.07, στο παραπάνω παράδειγμα), τότε τα βήματα μετατόπισης θα είναι ίσα με την τιμή (200-2.07)/100=1.9793, σαφώς ένα πολύ λιγότερο ισορροπημένο σχήμα.